- σαγκουίσορβα
- η, Νβοτ. βλ. σαγκουισόρβη.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σαγκουισόρβη — και σαγκουίσορβα, η, Ν βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων ποωδών φυτών, που ανήκει στην οικογένεια ροδίδες τής τάξης ροδώδη και είναι ιθαγενές τών εύκρατων περιοχών τής Ευρώπης, τής Ασίας και τής Βόρειας Αμερικής. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. sanguisorba… … Dictionary of Greek